- εκμαρτυρώ
- ἐκμαρτυρῶ (-έω) (Α)1. μαρτυρώ, καταθέτω2. αποκαλύπτω, εξομολογούμαι3. καταθέτω εγγράφως ως μάρτυρας σε περίπτωση απουσίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκμαρτυρῶ — ἐκμαρτυρέω to bear witness to pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκμαρτυρέω to bear witness to pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκμαρτυρέω to bear witness to pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκμαρτυρέω to bear witness to pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… … Dictionary of Greek
συνεκμαρτυρώ — έω, Α δίνω μαρτυρία για κάτι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκμαρτυρῶ «μαρτυρώ, αποκαλύπτω»] … Dictionary of Greek